Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


burrascóso  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [burrasˈkoso], [burrasˈkozo]

1 τρικυμιώδης
2 πολυτάραχος
3 ραγδαίος
4 καταιγιστικός
5 θυελλώδης
6 ταραχώδης
7 μανιασμένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  burrasca burriera  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

burocratismo (ουσ αρσ )
burocratizzare (ρ. μτβ.)
burocratizzazione (θηλ.ουσ)
burocrazia (θηλ.ουσ)
burrasca (θηλ.ουσ)
burrascoso (επίθ.)
burriera (θηλ.ουσ)
burrificare (ρ. μτβ.)
burrificazione (θηλ.ουσ)
burrificio (ουσ αρσ )
burro (ουσ αρσ )
burrone (ουσ αρσ )
burroso (επίθ.)
bus (ουσ αρσ )
busca (θηλ.ουσ)
buscare (ρ. μτβ.)
buscarsi (ρ.μ. (αντων.))
buscherare (ρ. μτβ.)
buscheratura (θηλ.ουσ)
buscherio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---