Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


butirróso  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [butirˈroso], [butirˈrozo]

βουτυρένιος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  butirrico buttafuori  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

butano (ουσ αρσ )
butile (ουσ αρσ )
butilene (ουσ αρσ )
butilico (επίθ.)
butirrico (επίθ.)
butirroso (επίθ.)
buttafuori (ουσ αρσ )
buttare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
buttarsi (ρ. μ. αμτβ.)
buttata (θηλ.ουσ)
butterare (ρ. μτβ.)
butterato (επίθ.)
butteratura (θηλ.ουσ)
buttero (ουσ αρσ )
buzzo (ουσ αρσ )
buzzone (ουσ αρσ )
buzzurro (αρσ. επίθ και ουσ)
cabala (θηλ.ουσ)
cabalista (ουσ αρσ και θηλ.)
cabalistico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---