Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


bùzzo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈbuddzo]

1 προκοίλι
2 κοιλιά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  buttero buzzone  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

buttata (θηλ.ουσ)
butterare (ρ. μτβ.)
butterato (επίθ.)
butteratura (θηλ.ουσ)
buttero (ουσ αρσ )
buzzo (ουσ αρσ )
buzzone (ουσ αρσ )
buzzurro (αρσ. επίθ και ουσ)
cabala (θηλ.ουσ)
cabalista (ουσ αρσ και θηλ.)
cabalistico (επίθ.)
cabaret (ουσ αρσ )
cabarettistico (επίθ.)
cabestano (ουσ αρσ )
cabina (θηλ.ουσ)
cabinato (επίθ.)
cabinista (ουσ αρσ και θηλ.)
cabinovia (θηλ.ουσ)
cablaggio (ουσ αρσ )
cablare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---