Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


cacào  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [kaˈkao]

το κακάο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  cacadubbi cacare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

cabrare (ρ.αμτβ.)
cabrata (θηλ.ουσ)
cabriolè (αρσ. επίθ και ουσ)
cabriolet (αρσ. επίθ και ουσ)
cacadubbi (ουσ αρσ και θηλ.)
cacao (ουσ αρσ )
cacare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
cacarella (θηλ.ουσ)
cacasenno (ουσ αρσ και θηλ.)
cacata (θηλ.ουσ)
cacatoa (ουσ αρσ )
cacatua (ουσ αρσ )
cacatura (θηλ.ουσ)
cacca (θηλ.ουσ)
cacchio (ουσ αρσ )
cacchione (ουσ αρσ )
caccia (θηλ.ουσ)
cacciabombardiere (ουσ αρσ )
cacciagione (θηλ.ουσ)
cacciapassere (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---