Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


cadàvere  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [kaˈdavere]

το πτώμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  cadauno cadaverico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

cacone (ουσ αρσ )
cacto (ουσ αρσ )
cactus (ουσ αρσ )
cacume (ουσ αρσ )
cadauno (οριστ. επίθ.)
cadavere (ουσ αρσ )
cadaverico (επίθ.)
cadaverina (θηλ.ουσ)
cadenza (θηλ.ουσ)
cadenzare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
cadere (ουσ αρσ )
cadere (ρ.αμτβ.)
cadetto (ουσ αρσ )
cadetto (επίθ.)
caditoia (θηλ.ουσ)
cadmiatura (θηλ.ουσ)
cadmio (ουσ αρσ )
caduceo (ουσ αρσ )
caducità (θηλ.ουσ)
caduco (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---