Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


curie  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [kyˈri], [kuˈri]

κιουρί (μονάδα ραδιενέργειας)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  curiato curiosaggine  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

curdo (επίθ.)
curia (θηλ.ουσ)
curiale (αρσ. επίθ και ουσ)
curialesco (επίθ.)
curiato (επίθ.)
curie (ουσ αρσ )
curiosaggine (θηλ.ουσ)
curiosamente (επίρ.)
curiosare (ρ.αμτβ.)
curiosità (θηλ.ουσ)
curioso (ουσ αρσ )
curioso (επίθ.)
curricolo (ουσ αρσ )
curriculum (ουσ αρσ )
curro (ουσ αρσ )
curry (ουσ αρσ )
cursore (ουσ αρσ )
curule (θηλ. επίθ και ουσ)
curva (θηλ.ουσ)
curvabile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---