Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


curiosàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [kurjoˈsare]

1 ψάχνω με περιέργεια
2 χώνω τη μύτη μου σε ξένες υποθέσεις


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  curiosamente curiosità  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

curialesco (επίθ.)
curiato (επίθ.)
curie (ουσ αρσ )
curiosaggine (θηλ.ουσ)
curiosamente (επίρ.)
curiosare (ρ.αμτβ.)
curiosità (θηλ.ουσ)
curioso (ουσ αρσ )
curioso (επίθ.)
curricolo (ουσ αρσ )
curriculum (ουσ αρσ )
curro (ουσ αρσ )
curry (ουσ αρσ )
cursore (ουσ αρσ )
curule (θηλ. επίθ και ουσ)
curva (θηλ.ουσ)
curvabile (επίθ.)
curvare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
curvarsi (ρ. μ. αμτβ.)
curvatrice (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---