Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


curvàre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [kurˈvare]

1 στραβώνω
2 σκεβρώνω
3 κυρτώνω στην μέση προς τα έξω
4 στρεβλώνω
5 στρίβω σε γωνία
6 στρίβω
7 διαστρεβλώνω
8 κυρτώνω
9 καμπυλώνω
10 κάμπτω
11 περικάμπτω
12 λυγώ
13 κλίνω
14 λυγίζω

curvàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [kurˈvarsi]

1 σκύβω
2 λυγίζω
3 υποκλίνομαι
4 κάμπτομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  curvabile curvatrice  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

curry (ουσ αρσ )
cursore (ουσ αρσ )
curule (θηλ. επίθ και ουσ)
curva (θηλ.ουσ)
curvabile (επίθ.)
curvare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
curvarsi (ρ. μ. αμτβ.)
curvatrice (θηλ.ουσ)
curvatura (θηλ.ουσ)
curvilineo (αρσ. επίθ και ουσ)
curvimetro (ουσ αρσ )
curvo (αρσ. επίθ και ουσ)
cuscinetto (ουσ αρσ )
cuscino (ουσ αρσ )
cuscus (ουσ αρσ )
cuscuta (θηλ.ουσ)
cuspidale (επίθ.)
cuspidato (επίθ.)
cuspide (θηλ.ουσ)
custode (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---