Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


custòde  
αρσενικό και θηλ επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [kusˈtɔde]

ο φύλακας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  cuspide custodia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

cuscus (ουσ αρσ )
cuscuta (θηλ.ουσ)
cuspidale (επίθ.)
cuspidato (επίθ.)
cuspide (θηλ.ουσ)
custode (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
custodia (θηλ.ουσ)
custodire (ρ. μτβ.)
custodirsi (ρ.μ. (αντων.))
cutaneo (επίθ.)
cute (θηλ.ουσ)
cuticagna (θηλ.ουσ)
cuticola (θηλ.ουσ)
cuticolare (επίθ.)
cutrettola (θηλ.ουσ)
cyclette (θηλ.ουσ)
da (πρόθ.)
dabbasso (επίρ.)
dabbenaggine (θηλ.ουσ)
dabbene (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---