Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


dabbàsso  
επίρρημα

Προσφορά I.P.A.: [dabˈbasso]

1 προς τα κάτω
2 κάτω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  da dabbenaggine  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

cuticola (θηλ.ουσ)
cuticolare (επίθ.)
cutrettola (θηλ.ουσ)
cyclette (θηλ.ουσ)
da (πρόθ.)
dabbasso (επίρ.)
dabbenaggine (θηλ.ουσ)
dabbene (αρσ. επίθ και ουσ)
daccanto (επίρ.)
daccapo (επίρ.)
dacché (σύνδ.)
daccordo (επίρ.)
dacia (θηλ.ουσ)
dada (ουσ αρσ και θηλ.)
dada (επίθ.)
dadaismo (ουσ αρσ )
dadaista (ουσ αρσ και θηλ.)
dadaista (επίθ.)
dado (ουσ αρσ )
daffare (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---