Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


durévole  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [duˈrevole]

1 μόνιμος
2 στέρεος
3 ανθεκτικός
4 διαρκής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  duraturo durevolezza  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

durante (πρόθ.)
durare (ρ.αμτβ.)
durata (θηλ.ουσ)
durativo (αρσ. επίθ και ουσ)
duraturo (επίθ.)
durevole (επίθ.)
durevolezza (θηλ.ουσ)
durezza (θηλ.ουσ)
durlindana (θηλ.ουσ)
duro (ουσ αρσ )
duro (επίθ.)
durometro (ουσ αρσ )
durone (ουσ αρσ )
duttile (επίθ.)
duttilità (θηλ.ουσ)
duumvirato (ουσ αρσ )
duumviro (ουσ αρσ )
duvetina (θηλ.ουσ)
e (σύνδ.)
ebanista (ουσ αρσ και θηλ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---