Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


dùttile  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈduttile]

1 μαλακός
2 ελατός
3 εύκαμπτος
4 εύπλαστος
5 ευλύγιστος
6 ευέλικτος
7 ευεπηρέαστος
8 υποχωρητικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  durone duttilità  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

durlindana (θηλ.ουσ)
duro (ουσ αρσ )
duro (επίθ.)
durometro (ουσ αρσ )
durone (ουσ αρσ )
duttile (επίθ.)
duttilità (θηλ.ουσ)
duumvirato (ουσ αρσ )
duumviro (ουσ αρσ )
duvetina (θηλ.ουσ)
e (σύνδ.)
ebanista (ουσ αρσ και θηλ.)
ebanisteria (θηλ.ουσ)
ebanite (θηλ.ουσ)
ebano (ουσ αρσ )
ebbene (σύνδ.)
ebbio (ουσ αρσ )
ebbrezza (θηλ.ουσ)
ebbro (αρσ. επίθ και ουσ)
ebdomadario (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---