Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


èbbro  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈɛbbro]

1 παράφορος
2 ευρισκόμενος σε έκσταση από χαρά
3 μεθυσμένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ebbrezza ebdomadario  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ebanite (θηλ.ουσ)
ebano (ουσ αρσ )
ebbene (σύνδ.)
ebbio (ουσ αρσ )
ebbrezza (θηλ.ουσ)
ebbro (αρσ. επίθ και ουσ)
ebdomadario (ουσ αρσ )
ebdomadario (επίθ.)
Ebe (κύρ.όν. θηλ.)
ebetaggine (θηλ.ουσ)
ebete (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
ebetismo (ουσ αρσ )
ebollizione (θηλ.ουσ)
ebraicista (ουσ αρσ και θηλ.)
ebraico (ουσ αρσ )
ebraico (επίθ.)
ebraismo (ουσ αρσ )
ebraista (ουσ αρσ και θηλ.)
ebrea (θηλ.ουσ)
ebreo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---