Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


eccezionàle  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [etʧettsjoˈnale]

1 (ottimo) εξαιρετικός (-ή, -ό)
2 (inusuale) έκτακτος (-η, -ο)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  eccettuato eccezionalità  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

eccetto (πρόθ.)
eccettuabile (επίθ.)
eccettuare (ρ. μτβ.)
eccettuativo (επίθ.)
eccettuato (επίθ.)
eccezionale (επίθ.)
eccezionalità (θηλ.ουσ)
eccezionalmente (επίρ.)
eccezione (θηλ.ουσ)
ecchimosi (θηλ.ουσ)
ecchimotico (επίθ.)
eccì (ονοματ.)
eccidio (ουσ αρσ )
eccipiente (επίθ.)
eccitabile (επίθ.)
eccitabilità (θηλ.ουσ)
eccitamento (ουσ αρσ )
eccitante (επίθ.)
eccitare (ρ. μτβ.)
eccitarsi (ρ. μ. αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---