Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


evoluzionìsta  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [evoluttsjoˈnista]

1 οπαδός θεωρίας εξέλιξης
2 εξελικτικιστής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  evoluzionismo evoluzionistico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

evoluta (θηλ.ουσ)
evolutivo (επίθ.)
evoluto (επίθ.)
evoluzione (θηλ.ουσ)
evoluzionismo (ουσ αρσ )
evoluzionista (ουσ αρσ και θηλ.)
evoluzionistico (επίθ.)
evolvere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
evolversi (ρ.μ. (αντων.))
evonimo (ουσ αρσ )
evulso (επίθ.)
evviva (επιφ.)
ex abrupto (επίρ.)
ex cathedra (επίρ.)
excursus (ουσ αρσ )
exequatur (ουσ αρσ )
exeresi (θηλ.ουσ)
exploit (ουσ αρσ )
expo (θηλ.ουσ)
extra (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---