Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


exploit  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [eksˈplwa]

1 ανδραγάθημα
2 κατόρθωμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  exeresi expo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ex abrupto (επίρ.)
ex cathedra (επίρ.)
excursus (ουσ αρσ )
exequatur (ουσ αρσ )
exeresi (θηλ.ουσ)
exploit (ουσ αρσ )
expo (θηλ.ουσ)
extra (ουσ αρσ )
extra (επίθ.)
extracomunitario (ουσ αρσ )
extracomunitario (επίθ.)
extraconiugale (επίθ.)
extracontrattuale (επίθ.)
extracorporeo (επίθ.)
extracorrente (θηλ.ουσ)
extradotale (επίθ.)
extraeuropeo (επίθ.)
extragalattico (επίθ.)
extragiudiziale (επίθ.)
extralegale (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---