Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


extracorrènte  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ekstrakorˈrɛnte]

έξτρα ρεύμα (ηλεκτρικό)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  extracorporeo extradotale  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

extracomunitario (ουσ αρσ )
extracomunitario (επίθ.)
extraconiugale (επίθ.)
extracontrattuale (επίθ.)
extracorporeo (επίθ.)
extracorrente (θηλ.ουσ)
extradotale (επίθ.)
extraeuropeo (επίθ.)
extragalattico (επίθ.)
extragiudiziale (επίθ.)
extralegale (επίθ.)
extranucleare (επίθ.)
extraparlamentare (ουσ αρσ και θηλ.)
extraparlamentare (επίθ.)
extrasensoriale (επίθ.)
extrasistole (θηλ.ουσ)
extrasistolico (επίθ.)
extrasolare (επίθ.)
extraterrestre (ουσ αρσ και θηλ.)
extraterrestre (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---