Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


extrasistòlico  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ekstrasisˈtɔliko]

1 που παρουσιάζει έξτρα συστολές
2 εκτακτοσυστολικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  extrasistole extrasolare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

extranucleare (επίθ.)
extraparlamentare (ουσ αρσ και θηλ.)
extraparlamentare (επίθ.)
extrasensoriale (επίθ.)
extrasistole (θηλ.ουσ)
extrasistolico (επίθ.)
extrasolare (επίθ.)
extraterrestre (ουσ αρσ και θηλ.)
extraterrestre (επίθ.)
extraterritoriale (επίθ.)
extraterritorialità (θηλ.ουσ)
extraurbano (επίθ.)
extrauterino (επίθ.)
eziologia (θηλ.ουσ)
eziologico (επίθ.)
fa (ουσ αρσ )
fa (επίρ.)
fabbisogno (ουσ αρσ )
fabbrica (θηλ.ουσ)
fabbricabile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---