Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


fabbisógno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [fabbiˈzoɲɲo], [fabbiˈsɔɲɲo]

1 τα απαραίτητα
2 απαιτήσεις
3 αναγκαία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  fa fabbrica  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

extrauterino (επίθ.)
eziologia (θηλ.ουσ)
eziologico (επίθ.)
fa (ουσ αρσ )
fa (επίρ.)
fabbisogno (ουσ αρσ )
fabbrica (θηλ.ουσ)
fabbricabile (επίθ.)
fabbricante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
fabbricare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
fabbricato (ουσ αρσ )
fabbricato (επίθ.)
fabbricatore (αρσ. επίθ και ουσ)
fabbricazione (θηλ.ουσ)
fabbriceria (θηλ.ουσ)
fabbriciere (ουσ αρσ )
fabbricone (ουσ αρσ )
fabbro (ουσ αρσ )
fabianismo (ουσ αρσ )
fabulazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---