Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


facilitàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [faʧiliˈtare]

1 απλοποιώ
2 διευκολύνω
3 βοηθώ
4 αλλάζω προς το καλύτερο
5 απλουστεύω
6 ευκολύνω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  facilità facilitazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

facezia (θηλ.ουσ)
fachiro (ουσ αρσ )
facies (θηλ.ουσ)
facile (επίθ.)
facilità (θηλ.ουσ)
facilitare (ρ. μτβ.)
facilitazione (θηλ.ουσ)
facilmente (επίρ.)
facilone (αρσ. επίθ και ουσ)
faciloneria (θηλ.ουσ)
facinoroso (ουσ αρσ )
facinoroso (επίθ.)
facocero (ουσ αρσ )
facola (θηλ.ουσ)
facoltà (θηλ.ουσ)
facoltativo (επίθ.)
facoltoso (επίθ.)
facondia (θηλ.ουσ)
facondo (επίθ.)
facsimile, fac–simile (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---