Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


facòcero, facocèro  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [faˈkɔʧero], [fakoˈʧɛro]

φακόχοιρος ο αιθιοπικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  facinoroso facola  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

facilmente (επίρ.)
facilone (αρσ. επίθ και ουσ)
faciloneria (θηλ.ουσ)
facinoroso (ουσ αρσ )
facinoroso (επίθ.)
facocero (ουσ αρσ )
facola (θηλ.ουσ)
facoltà (θηλ.ουσ)
facoltativo (επίθ.)
facoltoso (επίθ.)
facondia (θηλ.ουσ)
facondo (επίθ.)
facsimile, fac–simile (ουσ αρσ )
factotum (ουσ αρσ και θηλ.)
faentina (θηλ.ουσ)
faeton (ουσ αρσ )
faggeta (θηλ.ουσ)
faggeto (ουσ αρσ )
faggina (θηλ.ουσ)
faggio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---