Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


falcàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [falˈkato]

1 αγκιστροειδής
2 καμπύλος
3 κυρτός
4 δοξαρωτός
5 δρεπανοειδής
6 σε σχήμα μισοφέγγαρου
7 γαμψός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  falcata falce  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

falansterio (ουσ αρσ )
falaropo (ουσ αρσ )
falasco (ουσ αρσ )
falcare (ρ. μτβ.)
falcata (θηλ.ουσ)
falcato (επίθ.)
falce (θηλ.ουσ)
falcetto (ουσ αρσ )
falchetta (θηλ.ουσ)
falchetto (ουσ αρσ )
falciare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
falciata (θηλ.ουσ)
falciatore (αρσ. επίθ και ουσ)
falciatrice (θηλ.ουσ)
falciatura (θηλ.ουσ)
falcidia (θηλ.ουσ)
falcidiare (ρ. μτβ.)
falciforme (επίθ.)
falcione (ουσ αρσ )
falco (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---