Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


gagnolìo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [gaɲɲoˈlio]

1 κλαυθμυρισμός
2 ουρλιαχτό θρηνητικό
3 κλαψούρισμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  gagnolare gaiamente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

gagliardo (επίθ.)
gaglioffaggine (θηλ.ουσ)
gagliofferia (θηλ.ουσ)
gaglioffo (ουσ αρσ )
gagnolare (ρ.αμτβ.)
gagnolio (ουσ αρσ )
gaiamente (επίρ.)
gaiezza (θηλ.ουσ)
gaio (επίθ.)
gala (θηλ.ουσ)
galante (επίθ.)
galanteria (θηλ.ουσ)
galantina (θηλ.ουσ)
galantomismo (ουσ αρσ )
galantuomo (ουσ αρσ )
galassia (θηλ.ουσ)
galateo (ουσ αρσ )
galattico (επίθ.)
galattoforo (αρσ. επίθ και ουσ)
galattometro (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---