Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


musóne  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [muˈzone]

1 αναποδιασμένος
2 στριμμένος άνθρωπος
3 στραβόξυλο
4 αναποδιάρης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  muso musoneria  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

musicomane (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
musicomania (θηλ.ουσ)
musicoterapia (θηλ.ουσ)
musivo (επίθ.)
muso (ουσ αρσ )
musone (αρσ. επίθ και ουσ)
musoneria (θηλ.ουσ)
mussare (ρ.αμτβ.)
mussola (θηλ.ουσ)
mussolina (θηλ.ουσ)
mussulmano (ουσ αρσ )
mussulmano (επίθ.)
mustacchi (ουσ αρσ πληθ.)
mustela (θηλ.ουσ)
musulmano (ουσ αρσ )
musulmano (επίθ.)
muta (θηλ.ουσ)
mutabile (θηλ. επίθ και ουσ)
mutabilità (θηλ.ουσ)
mutageno (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---