Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


mutévole  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [muˈtevole]

1 παραλλασσόμενος
2 ασταθής
3 μεταλλάξιμος
4 αβέβαιος
5 μεταβλητός
6 ποικίλος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  mutazione mutevolezza  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

mutare (ρ.αμτβ.)
mutare (ρ. μτβ.)
mutasi (θηλ.ουσ)
mutatore (αρσ. επίθ και ουσ)
mutazione (θηλ.ουσ)
mutevole (επίθ.)
mutevolezza (θηλ.ουσ)
mutevolmente (επίρ.)
mutilare (ρ. μτβ.)
mutilato (ουσ αρσ )
mutilato (επίθ.)
mutilazione (θηλ.ουσ)
mutilo (επίθ.)
mutismo (ουσ αρσ )
muto (ουσ αρσ )
muto (επίθ.)
mutria (θηλ.ουσ)
mutua (θηλ.ουσ)
mutualismo (ουσ αρσ )
mutualistico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---