Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


nascitùro  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [naʃʃiˈturo]

μωρό που θα γεννηθεί σύντομα

nascitùro  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [naʃʃiˈturo]

1 επερχόμενος
2 μελλοντικός
3 έτοιμος να γεννηθεί


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  nascita nascondere  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

nascenza (θηλ.ουσ)
nascere (ουσ αρσ )
nascere (ρ.αμτβ.)
nascimento (ουσ αρσ )
nascita (θηλ.ουσ)
nascituro (ουσ αρσ )
nascituro (επίθ.)
nascondere (ρ. μτβ.)
nascondersi (ρ.μ. (αντων.))
nascondiglio (ουσ αρσ )
nascondimento (ουσ αρσ )
nascondino (ουσ αρσ )
nascostamente (επίρ.)
nascosto (αρσ. επίθ και ουσ)
nasello (ουσ αρσ )
nasetto (ουσ αρσ )
nasiera (θηλ.ουσ)
naso (ουσ αρσ )
nasone (ουσ αρσ )
naspo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---