Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


nuòvo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈnwɔvo]

1 το νέο
2 το καινούργιο
3 καινοτομία
4 νεωτερισμός

nuòvo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈnwɔvo]

καινούργιος (-α, -ο)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  Nuova Zelanda Nuovo Messico  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


di nuovo = ξανά, πάλι || nuovo di zecca = ολοκαίνουργιος


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

Nuova Inghilterra (κύρ.όν. θηλ.)
nuovamente (επίρ.)
Nuova Scozia (κύρ.όν. θηλ.)
Nuova York (κύρ.όν. θηλ.)
Nuova Zelanda (κύρ.όν. θηλ.)
nuovo (ουσ αρσ )
nuovo (επίθ.)
Nuovo Messico (κύρ.όν. αρσ.)
nutazione (θηλ.ουσ)
nutria (θηλ.ουσ)
nutrice (θηλ.ουσ)
nutriente (αρσ. επίθ και ουσ)
nutrimento (ουσ αρσ )
nutrire (ρ. μτβ.)
nutritivo (επίθ.)
nutrito (επίθ.)
nutritore (αρσ. επίθ και ουσ)
nutrizionale (επίθ.)
nutrizione (θηλ.ουσ)
nutrizionista (ουσ αρσ και θηλ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---