Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


oblìo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [oˈblio]

1 λησμονιά
2 λησμοσύνη
3 ξεχασιά
4 λήθη
5 αμνημοσύνη
6 αρνησιά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  obliarsi oblioso  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

oblatorio (επίθ.)
oblazione (θηλ.ουσ)
obliabile (επίθ.)
obliare (ρ. μτβ.)
obliarsi (ρ.μ. (αντων.))
oblio (ουσ αρσ )
oblioso (επίθ.)
obliquamente (επίρ.)
obliquare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
obliquità (θηλ.ουσ)
obliquo (επίθ.)
obliterare (ρ. μτβ.)
obliteratore (επίθ.)
obliteratrice (θηλ.ουσ)
obliterazione (θηλ.ουσ)
oblò (ουσ αρσ )
oblungo (επίθ.)
obnubilamento (ουσ αρσ )
obnubilare (ρ. μτβ.)
obnubilato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---