Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


òca  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈɔka]

η χήνα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  obsoleto ocaggine  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


avere la pelle d'oca = ανατριχιάζω


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

oboista (ουσ αρσ και θηλ.)
obolo (ουσ αρσ )
obsolescente (επίθ.)
obsolescenza (θηλ.ουσ)
obsoleto (επίθ.)
oca (θηλ.ουσ)
ocaggine (θηλ.ουσ)
ocarina (θηλ.ουσ)
occasionale (επίθ.)
occasionalmente (επίρ.)
occasionare (ρ. μτβ.)
occasione (θηλ.ουσ)
occaso (αρσ. επίθ και ουσ)
occhiaccio (ουσ αρσ )
occhiaia (θηλ.ουσ)
occhialaio (ουσ αρσ )
occhialetto (ουσ αρσ )
occhiali (ουσ αρσ πληθ.)
occhialino (ουσ αρσ )
occhialuto (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---