Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


occhialàio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [okkjaˈlajo]

οπτικός (έμπορος οπτικών)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  occhiaia occhialetto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

occasionare (ρ. μτβ.)
occasione (θηλ.ουσ)
occaso (αρσ. επίθ και ουσ)
occhiaccio (ουσ αρσ )
occhiaia (θηλ.ουσ)
occhialaio (ουσ αρσ )
occhialetto (ουσ αρσ )
occhiali (ουσ αρσ πληθ.)
occhialino (ουσ αρσ )
occhialuto (επίθ.)
occhiata (θηλ.ουσ)
occhiato (επίθ.)
occhiazzurro (επίθ.)
occhiceruleo (επίθ.)
occhieggiare (ρ.αμτβ.)
occhieggiare (ρ. μτβ.)
occhiellaia (θηλ.ουσ)
occhiellatrice (θηλ.ουσ)
occhiellatura (θηλ.ουσ)
occhiello (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---