Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


occhieggiàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [okkjedˈʤare]

1 ξεπροβάλλω
2 βγάζω κεφάλι
3 αναδύομαι μερικά
4 αρχίζω να φαίνομαι

occhieggiàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [okkjedˈʤare]

1 θωρώ
2 κοιτάζω κάθε τόσο
3 κοιτάζω ξελιγωμένα
4 γλυκοκοιτάζω
5 κάνω τα γλυκά μάτια


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  occhiceruleo occhiellaia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

occhialuto (επίθ.)
occhiata (θηλ.ουσ)
occhiato (επίθ.)
occhiazzurro (επίθ.)
occhiceruleo (επίθ.)
occhieggiare (ρ.αμτβ.)
occhieggiare (ρ. μτβ.)
occhiellaia (θηλ.ουσ)
occhiellatrice (θηλ.ουσ)
occhiellatura (θηλ.ουσ)
occhiello (ουσ αρσ )
occhietto (ουσ αρσ )
occhino (ουσ αρσ )
occhio (ουσ αρσ )
occhione (ουσ αρσ )
occhiuto (επίθ.)
occidentale (επίθ.)
occidentale (επίθ.)
occidentalismo (ουσ αρσ )
occidentalista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---