Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


occhiellatrìce  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [okkjellaˈtriʧe]

1 διατρητική μηχανή
2 μηχανή που φτιάχνει κουμπότρυπες


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  occhiellaia occhiellatura  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

occhiazzurro (επίθ.)
occhiceruleo (επίθ.)
occhieggiare (ρ.αμτβ.)
occhieggiare (ρ. μτβ.)
occhiellaia (θηλ.ουσ)
occhiellatrice (θηλ.ουσ)
occhiellatura (θηλ.ουσ)
occhiello (ουσ αρσ )
occhietto (ουσ αρσ )
occhino (ουσ αρσ )
occhio (ουσ αρσ )
occhione (ουσ αρσ )
occhiuto (επίθ.)
occidentale (επίθ.)
occidentale (επίθ.)
occidentalismo (ουσ αρσ )
occidentalista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
occidentalizzare (ρ. μτβ.)
occidentalizzarsi (ρ.μ. (αντων.))
occidentalizzazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---