Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rùtilo  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈrutilo]

ορυκτό διοξείδιο τιτανίου


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rutilante ruttare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rustico (επίθ.)
ruta (θηλ.ουσ)
rutenico (επίθ.)
rutenio (ουσ αρσ )
rutilante (επίθ.)
rutilo (αρσ. επίθ και ουσ)
ruttare (ρ.αμτβ.)
ruttare (ρ. μτβ.)
ruttino (ουσ αρσ )
rutto (ουσ αρσ )
ruttore (ουσ αρσ )
ruvidezza (θηλ.ουσ)
ruvidità (θηλ.ουσ)
ruvido (επίθ.)
ruzzare (ρ.αμτβ.)
ruzzo (ουσ αρσ )
ruzzola (θηλ.ουσ)
ruzzolare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ruzzolata (θηλ.ουσ)
ruzzolio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---