Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sacrilègio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [sakriˈlɛʤo]

1 άγος
2 ιεροσυλία
3 βεβήλωση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sacrifizio sacrilego  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sacrificarsi (ρ.μ. (αντων.))
sacrificato (επίθ.)
sacrificatore (αρσ. επίθ και ουσ)
sacrificio (ουσ αρσ )
sacrifizio (ουσ αρσ )
sacrilegio (ουσ αρσ )
sacrilego (επίθ.)
sacripante (ουσ αρσ )
sacro (ουσ αρσ )
sacro (επίθ.)
sacroiliaco (επίθ.)
sacrosantamente (επίρ.)
sacrosanto (επίθ.)
sadduceo (αρσ. επίθ και ουσ)
sadico (ουσ αρσ )
sadico (επίθ.)
sadismo (ουσ αρσ )
sadomasochismo (ουσ αρσ )
sadomasochista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
sadomasochistico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---