Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sviolinatùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [zvjolinaˈtura]

1 θυμίαμα
2 καλόπιασμα
3 γλείψιμο
4 γαλιφιά
5 κολακεία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sviolinata svirgolare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

svincolamento (ουσ αρσ )
svincolare (ρ. μτβ.)
svincolo (ουσ αρσ )
sviolinare (ρ. μτβ.)
sviolinata (θηλ.ουσ)
sviolinatura (θηλ.ουσ)
svirgolare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
svirilizzare (ρ. μτβ.)
svisamento (ουσ αρσ )
svisare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
svisceramento (ουσ αρσ )
sviscerare (ρ. μτβ.)
sviscerarsi (ρ.μ. (αντων.))
svisceratamente (επίρ.)
svisceratezza (θηλ.ουσ)
sviscerato (επίθ.)
svista (θηλ.ουσ)
svitare (ρ. μτβ.)
svitarsi (ρ.μ. (αντων.))
svitato (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---