Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


svitàto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [zviˈtato]

λοξός άνθρωπος

svitàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [zviˈtato]

1 λοξός
2 εκκεντρικός
3 ξεβίδωτος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  svitarsi svitatura  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

svisceratezza (θηλ.ουσ)
sviscerato (επίθ.)
svista (θηλ.ουσ)
svitare (ρ. μτβ.)
svitarsi (ρ.μ. (αντων.))
svitato (ουσ αρσ )
svitato (επίθ.)
svitatura (θηλ.ουσ)
sviticchiare (ρ. μτβ.)
svizzera (θηλ.ουσ)
svizzero (ουσ αρσ )
svizzero (επίθ.)
svogliamento (ουσ αρσ )
svogliarsi (ρ. μ. αμτβ.)
svogliatamente (επίρ.)
svogliatezza (θηλ.ουσ)
svogliato (ουσ αρσ )
svogliato (επίθ.)
svolazzamento (ουσ αρσ )
svolazzante (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---