Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


taccheggiatóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [takkedʤaˈtore]

κλέφτης μαγαζιού


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  taccheggiare taccheggio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

taccagno (επίθ.)
taccamacca (θηλ.ουσ)
taccata (θηλ.ουσ)
taccheggiare (ρ.αμτβ.)
taccheggiare (ρ. μτβ.)
taccheggiatore (ουσ αρσ )
taccheggio (ουσ αρσ )
tacchettare (ρ.αμτβ.)
tacchettio (ουσ αρσ )
tacchetto (ουσ αρσ )
tacchificio (ουσ αρσ )
tacchina (θηλ.ουσ)
tacchino (ουσ αρσ )
taccia (θηλ.ουσ)
tacciabile (επίθ.)
tacciare (ρ. μτβ.)
tacco (ουσ αρσ )
taccola (θηλ.ουσ)
taccone (ουσ αρσ )
taccuino (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---