Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


tacchétto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [takˈketto]

1 τακούνι ψηλό και σουβλερό
2 καρφί ποδοσφαιρικού παπουτσιού


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  tacchettio tacchificio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

taccheggiare (ρ. μτβ.)
taccheggiatore (ουσ αρσ )
taccheggio (ουσ αρσ )
tacchettare (ρ.αμτβ.)
tacchettio (ουσ αρσ )
tacchetto (ουσ αρσ )
tacchificio (ουσ αρσ )
tacchina (θηλ.ουσ)
tacchino (ουσ αρσ )
taccia (θηλ.ουσ)
tacciabile (επίθ.)
tacciare (ρ. μτβ.)
tacco (ουσ αρσ )
taccola (θηλ.ουσ)
taccone (ουσ αρσ )
taccuino (ουσ αρσ )
tacere (ρ.αμτβ.)
tacheometria (θηλ.ουσ)
tacheometrico (επίθ.)
tacheometro (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---