Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ufficiàle  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [uffiˈʧale]

ο αξιοματικός

ufficiàle  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [uffiˈʧale]

επίσημος (-η, -ο)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  uffa ufficialità  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

udometrico (επίθ.)
udometro (ουσ αρσ )
UE (ακρ.)
uff (επιφ.)
uffa (επιφ.)
ufficiale (ουσ αρσ )
ufficiale (επίθ.)
ufficialità (θηλ.ουσ)
ufficializzare (ρ. μτβ.)
ufficialmente (επίρ.)
ufficiante (ουσ αρσ )
ufficiante (επίθ.)
ufficiare (ρ.αμτβ.)
ufficiare (ρ. μτβ.)
ufficiatore (αρσ. επίθ και ουσ)
ufficiatura (θηλ.ουσ)
ufficio (ουσ αρσ )
ufficiosamente (επίρ.)
ufficiosità (θηλ.ουσ)
ufficioso (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---