Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


vagheggìno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [vagedˈʤino]

1 ελκυστικός σε κυρίες
2 γυναικάς
3 εραστής κυριών


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  vagheggiatore vaghezza  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

vagello (ουσ αρσ )
vagheggiamento (ουσ αρσ )
vagheggiare (ρ. μτβ.)
vagheggiarsi (ρ.μ. (αντων.))
vagheggiatore (ουσ αρσ )
vagheggino (ουσ αρσ )
vaghezza (θηλ.ουσ)
vagina (θηλ.ουσ)
vaginale (θηλ. επίθ και ουσ)
vaginismo (ουσ αρσ )
vaginite (θηλ.ουσ)
vagire (ρ.αμτβ.)
vagito (αρσ. επίθ και ουσ)
vaglia (ουσ αρσ )
vaglia (θηλ.ουσ)
vagliare (ρ. μτβ.)
vagliata (θηλ.ουσ)
vagliatore (ουσ αρσ )
vagliatrice (θηλ.ουσ)
vagliatura (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---