Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


vuòto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈvwɔto]

το κενό

vuòto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈvwɔto]

άδειος (-α, -ο), κενός (-ή, -ό)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  vuotezza wafer  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


assegno [αρσ.] a vuoto = η ακάλυπτη επιταγή || vuoto [αρσ.] d'aria = το κενό αέρος


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

vuotare (ρ. μτβ.)
vuotarsi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.)
vuotata (θηλ.ουσ)
vuotatura (θηλ.ουσ)
vuotezza (θηλ.ουσ)
vuoto (ουσ αρσ )
vuoto (επίθ.)
wafer (ουσ αρσ )
wagneriano (αρσ. επίθ και ουσ)
wagon–lit (ουσ αρσ )
wagon–restaurant (ουσ αρσ )
walkie–talkie (ουσ αρσ )
walzer (ουσ αρσ )
wapiti (ουσ αρσ )
water (ουσ αρσ )
water closet, water–closet (ουσ αρσ )
waterpolista (ουσ αρσ και θηλ.)
watt (ουσ αρσ )
wattometro (ουσ αρσ )
wattora (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---