Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


xerografìa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [kserograˈfia]

ξηρογραφία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  xeroftalmo xerografico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

xerocopiare (ρ. μτβ.)
xerofita (θηλ.ουσ)
xeroftalmia (θηλ.ουσ)
xeroftalmico (επίθ.)
xeroftalmo (ουσ αρσ )
xerografia (θηλ.ουσ)
xerografico (επίθ.)
xerosi (θηλ.ουσ)
xerotermo (επίθ.)
xifoforo (ουσ αρσ )
xifoide (ουσ αρσ και θηλ.)
xifoide (επίθ.)
xilema (ουσ αρσ )
xilematico (επίθ.)
xilene (ουσ αρσ )
xilofago (επίθ.)
xilofonista (ουσ αρσ και θηλ.)
xilofono (ουσ αρσ )
xilografia (θηλ.ουσ)
xilografo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---