Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


càccola  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈkakkola]

1 κουτσουλιές
2 κακάρισμα (γέλιο)
3 τσίμπλα
4 μύξα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  cacciucco cachemire  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

cacciatorpediniere (ουσ αρσ )
cacciatrice (θηλ.ουσ)
cacciavite (ουσ αρσ )
cacciù (ουσ αρσ )
cacciucco (ουσ αρσ )
caccola (θηλ.ουσ)
cachemire (ουσ αρσ )
cachessia (θηλ.ουσ)
cachet (ουσ αρσ )
cachettico (αρσ. επίθ και ουσ)
cachi (ουσ αρσ )
cachinno (ουσ αρσ )
caciaio (ουσ αρσ )
cacicco (ουσ αρσ )
cacio (ουσ αρσ )
caciocavallo (ουσ αρσ )
caciotta (θηλ.ουσ)
cacodemone (ουσ αρσ )
cacofonia (θηλ.ουσ)
cacofonico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---