Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


cachèttico  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [kaˈkɛttiko]

1 μαραζιάρης
2 ζαρομπασμένος
3 ζαγανιάρης
4 λυμφατικός
5 καχεκτικός
6 ασθενικός
7 ατροφικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  cachet cachi  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

cacciucco (ουσ αρσ )
caccola (θηλ.ουσ)
cachemire (ουσ αρσ )
cachessia (θηλ.ουσ)
cachet (ουσ αρσ )
cachettico (αρσ. επίθ και ουσ)
cachi (ουσ αρσ )
cachinno (ουσ αρσ )
caciaio (ουσ αρσ )
cacicco (ουσ αρσ )
cacio (ουσ αρσ )
caciocavallo (ουσ αρσ )
caciotta (θηλ.ουσ)
cacodemone (ουσ αρσ )
cacofonia (θηλ.ουσ)
cacofonico (επίθ.)
cacografia (θηλ.ουσ)
cacologia (θηλ.ουσ)
cacone (ουσ αρσ )
cacto (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---