Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Danimàrca
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [daniˈmarka]

η Δανία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  danese dannabile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

dancing (ουσ αρσ )
danda (θηλ.ουσ)
dandismo (ουσ αρσ )
danese (ουσ αρσ και θηλ.)
danese (επίθ.)
Danimarca (θηλ.ουσ)
dannabile (επίθ.)
dannare (ρ. μτβ.)
dannarsi (ρ.μ. (αντων.))
dannato (ουσ αρσ )
dannato (επίθ.)
dannazione (θηλ.ουσ)
dannazione (επιφ.)
danneggiamento (ουσ αρσ )
danneggiare (ρ. μτβ.)
danneggiarsi (ρ.μ. (αντων.))
danneggiato (αρσ. επίθ και ουσ)
danno (ουσ αρσ )
dannosità (θηλ.ουσ)
dannoso (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---