Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


dannazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [dannatˈtsjone]

η κατάρα

dannazióne  
επιφώνημα

Προσφορά I.P.A.: [dannatˈtsjone]

1 κατάρα!
2 γάμησε τα όλα!


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  dannato danneggiamento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

dannabile (επίθ.)
dannare (ρ. μτβ.)
dannarsi (ρ.μ. (αντων.))
dannato (ουσ αρσ )
dannato (επίθ.)
dannazione (θηλ.ουσ)
dannazione (επιφ.)
danneggiamento (ουσ αρσ )
danneggiare (ρ. μτβ.)
danneggiarsi (ρ.μ. (αντων.))
danneggiato (αρσ. επίθ και ουσ)
danno (ουσ αρσ )
dannosità (θηλ.ουσ)
dannoso (επίθ.)
Dante (κύρ.όν. αρσ.)
dantesca (θηλ.ουσ)
dantesco (επίθ.)
dantismo (ουσ αρσ )
dantista (ουσ αρσ και θηλ.)
dantistica (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---