Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


dannàto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [danˈnato]

1 κολασμένη ψυχή
2 διεφθαρμένος άνθρωπος
3 καταδικασμένη ψυχή

dannàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [danˈnato]

1 τρισκατάρατος
2 κολασμένος
3 καταραμένος
4 αναθεματισμένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  dannarsi dannazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

danese (επίθ.)
Danimarca (θηλ.ουσ)
dannabile (επίθ.)
dannare (ρ. μτβ.)
dannarsi (ρ.μ. (αντων.))
dannato (ουσ αρσ )
dannato (επίθ.)
dannazione (θηλ.ουσ)
dannazione (επιφ.)
danneggiamento (ουσ αρσ )
danneggiare (ρ. μτβ.)
danneggiarsi (ρ.μ. (αντων.))
danneggiato (αρσ. επίθ και ουσ)
danno (ουσ αρσ )
dannosità (θηλ.ουσ)
dannoso (επίθ.)
Dante (κύρ.όν. αρσ.)
dantesca (θηλ.ουσ)
dantesco (επίθ.)
dantismo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---