Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


falangìsta  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [falanˈʤista]

μαρσιποφόρος ποντικός Αυστραλίας με φουντωτή ουρά

falangìsta  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [falanˈʤista]

μέλος της φάλαγγας του Φράνκο (φασιστικής Ισπανικής οργάνωσης)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  falangismo falansterio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

faina (θηλ.ουσ)
falange (θηλ.ουσ)
falangetta (θηλ.ουσ)
falangina (θηλ.ουσ)
falangismo (ουσ αρσ )
falangista (ουσ αρσ )
falangista (ουσ αρσ και θηλ.)
falansterio (ουσ αρσ )
falaropo (ουσ αρσ )
falasco (ουσ αρσ )
falcare (ρ. μτβ.)
falcata (θηλ.ουσ)
falcato (επίθ.)
falce (θηλ.ουσ)
falcetto (ουσ αρσ )
falchetta (θηλ.ουσ)
falchetto (ουσ αρσ )
falciare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
falciata (θηλ.ουσ)
falciatore (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---