Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


gagliardaménte  
επίρρημα

Προσφορά I.P.A.: [gaʎʎardaˈmente]

1 σθεναρά
2 σφριγηλά
3 ακμαία
4 ρωμαλέα
5 ανθηρά
6 ζωηρά
7 γενναία
8 δραστήρια


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  gagliarda gagliardetto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

gaffe (θηλ.ουσ)
gagà (ουσ αρσ )
gagate (θηλ.ουσ)
gaggia (θηλ.ουσ)
gagliarda (θηλ.ουσ)
gagliardamente (επίρ.)
gagliardetto (ουσ αρσ )
gagliardia (θηλ.ουσ)
gagliardo (επίθ.)
gaglioffaggine (θηλ.ουσ)
gagliofferia (θηλ.ουσ)
gaglioffo (ουσ αρσ )
gagnolare (ρ.αμτβ.)
gagnolio (ουσ αρσ )
gaiamente (επίρ.)
gaiezza (θηλ.ουσ)
gaio (επίθ.)
gala (θηλ.ουσ)
galante (επίθ.)
galanteria (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---