Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


gagà  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [gaˈga]

1 δανδής
2 παπιγιονάκιας
3 τζιτζιφιόγκος
4 κομψευόμενος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  gaffe gagate  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

gadolinite (θηλ.ουσ)
gaelico (ουσ αρσ )
gaelico (επίθ.)
gaffa (θηλ.ουσ)
gaffe (θηλ.ουσ)
gagà (ουσ αρσ )
gagate (θηλ.ουσ)
gaggia (θηλ.ουσ)
gagliarda (θηλ.ουσ)
gagliardamente (επίρ.)
gagliardetto (ουσ αρσ )
gagliardia (θηλ.ουσ)
gagliardo (επίθ.)
gaglioffaggine (θηλ.ουσ)
gagliofferia (θηλ.ουσ)
gaglioffo (ουσ αρσ )
gagnolare (ρ.αμτβ.)
gagnolio (ουσ αρσ )
gaiamente (επίρ.)
gaiezza (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---